συμφωνία

συμφωνία
1) akord (m) rzecz.
2) porozumienie (n) rzecz.
3) symfonia (f) rzecz.
4) ugoda (f) rzecz.
5) układ (m) rzecz.
6) umowa (f) rzecz.
7) zgoda (f) rzecz.
8) zgodność (f) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμφωνία — συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc/acc dual συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — η 1. σύμπτωση απόψεων και αντιλήψεων: Οιδιαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. – Σφράγισαν τη συμφωνία με μια θερμή χειραψία. 2. ομοιότητα ιδιοτήτων: Συμφωνία χαρακτήρων. 3. είδος μουσικής σύνθεσης: Η κρατική ορχήστρα θα εκτελέσει απόψε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνίᾳ — συμφωνίαι , συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίαι — συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • συμφωνιῶν — συμφωνία concord fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”